τελέσεργος

τελέσεργος
ὁ, Α
τελεσιουργός* («Διὸς τελεσέργου», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τελεσ- τού σιγμόληκτου ουδ. τέλος + -εργος (< ἔργον*), πρβλ. φίλεργος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”